- τελωνάρχαι
- τελωνάρχηςcontroller of customsmasc nom/voc plτελωνάρχᾱͅ , τελωνάρχηςcontroller of customsmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.